Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΑΚΙΑ

Τα δυο αδερφάκια


Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σ’ ένα καλυβάκι, κοντά στο δάσος, μια φτωχή γυναίκα με τα δυο της κοριτσάκια, τη Μαρία και τη Σοφούλα. Κάποτε η μητέρα αρρώστησε και τα παιδιά της, που τη λάτρευαν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Ένα πρωί, μόλις ξημέρωσε, η Μαρία λέει της Σοφούλας:
-Στη μανούλα μας αρέσουν πολύ τα κούμαρα˙ πάμε στο δάσος να της μαζέψουμε ένα καλάθι;
-Και το ρωτάς; Πάμε.
Παίρνουν λοιπόν το καλαθάκι τους και τα δυο κοριτσάκια τραγουδώντας τραβούνε για το δάσος. Αφού γέμισαν το καλαθάκι τους, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Μα άρχισαν να πεινούν. Κανένα όμως δεν άπλωσε το χέρι του στα κούμαρα, για να μη λείψει ούτε ένα από τη μητέρα τους.
Ξαφνικά, εκεί που περπατούσαν, βλέπουν μια γριούλα να ’ρχεται κοντά τους.
-Καλά μου παιδιά, τους λέει η γριούλα, πεινώ και είμαι τόσο γριά, που δεν μπορώ να σκύψω για να μαζέψω λίγα κούμαρα. Μου δίνετε μερικά από το καλαθάκι σας;
Η Μαρία και η Σοφούλα λυπήθηκαν την καλή γριούλα και άδειασαν όλο το καλαθάκι τους στην ποδιά της. Σαν ετοιμάζονταν όμως να φύγουν, η γριούλα τα χάιδεψε και τους είπε:
-Πάρτε, καλά μου παιδάκια, πίσω τα κούμαρά σας. Δεν ήθελα να φάω τα κούμαρά σας, ήθελα να δοκιμάσω την καλή σας καρδιά. Τώρα που είδα πόσο πονετικά είσαστε, θα σας πω και γω ποια είμαι.
Είμαι η καλή νεράιδα του δάσους. Κα θα σας χαρίσω κι εγώ κάτι.
Και η γριούλα έδωσε στα αδερφάκια δυο θαυμάσια λουλούδια με τις ρίζες τους, ένα άσπρο και ένα γαλάζιο, σαν τον ξάστερο ουρανό.
-Πάρτε αυτά τα δυο λουλουδάκια. Θα σας φέρουν ευτυχία. Κάθε πρωί να τα ποτίζετε και να προσέχετε να μη μαλώνετε μεταξύ σας.
Η Μαρία και η Σοφούλα ευχαρίστησαν την καλή νεράιδα, μάζεψαν πάλι τα κούμαρα, πήραν και τα ομορφολούλουδα που τους χάρισε και ξεκίνησαν ευχαριστημένες για το καλύβι τους.
Η μανούλα τους χάρηκε πολύ με τα κούμαρα που της μάζεψαν, και μόλις έβαλε ένα στο στόμα της έγινε αμέσως καλά.
Τα αδερφάκια φύτεψαν αμέσως τα λουλούδια σε δυο γλάστρες και από τότε τα πότιζαν κάθε πρωί και ζούσανε πάντα ειρηνικά και αγαπημένα, όπως τους είχε πει η καλή νεράιδα. Ένα βράδυ όμως τα αδερφάκια τσακωθήκανε. Τράβηξαν μαλωμένα στα κρεβατάκια τους και ούτε «καληνύχτα» δεν είπαν το ένα στο άλλο.
Το πρωί σαν ξύπνησαν, κοιτάζουν τα λουλούδια τους, μα τι να δουν;! Τα λουλούδια τους ήταν μαύρα σαν κάρβουνο. Τρόμαξαν στην αρχή, αλλά ύστερα θυμήθηκαν τα λόγια της καλής νεράιδας, έδωσαν τα χέρια και κλάψανε πάνω από τα λουλούδια τους, γιατί κατάλαβαν πως μαύρισαν επειδή μάλωσαν. Και όσο κλαίγανε και τα δάκρυά τους έπεφταν πάνω στα λουλούδια, αυτά ξέβαφαν, ξέβαφαν ώσπου στο τέλος έγινε το ένα πάλι άσπρο και το άλλο γαλάζιο. Από τότε τα δύο αδερφάκια ζήσανε αγαπημένα. Η καλή νεράιδα δεν τα ξέχασε. Σαν έκλεισε ένας χρόνος από τότε που τα είχε συναντήσει στο δάσος, πήρε το μαγικό της ραβδί και πήγε στο φτωχικό τους καλύβι. Παρουσιάστηκε ολόλευκη μπροστά τους και του είπε:
-Αυτό το ταπεινό καλύβι, είναι η φωλιά της αγάπης. Γι’ αυτό θέλω να γίνει ένα ολόχρυσο παλάτι, που να λάμπει σαν τον ήλιο. Έτσι θα μάθουν όλα τα παιδιά στον κόσμο τι πολύτιμο πράγμα είναι η καλοσύνη και η αδελφική αγάπη.
Και χτύπησε το μαγικό της ραβδί. Το καλύβι έγινε ξαφνικά παλάτι και η καλή νεράιδα άφαντη.

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Powered by Blogger